καλοταξιδεύω

καλοταξιδεύω
καλοταξίδεψα, καλοταξιδεμένος, κάνω καλό ταξίδι, δεν κλυδωνίζομαι: Καλοταξιδέψαμε με το πλοίο αυτό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καλοταξιδεύω — 1. (για πλοία) ταξιδεύω με ευστάθεια, παρέχω στους επιβάτες μου άνετο ταξίδι, χωρίς κλυδωνισμούς 2. (για ανθρώπους) κάνω καλό ταξίδι, ταξιδεύω άνετα, ιδίως δεν παθαίνω ναυτία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”